·

net (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο, επίρρημα

ουσιαστικό “net”

ενικός net, πληθυντικός nets ή μη μετρήσιμο
  1. δίχτυ
    The fisherman repaired his net before going out to sea.
  2. τέρμα (στο ποδόσφαιρο ή χόκεϊ)
    He kicked the ball into the net to win the game.
  3. φιλέ
    She served the ball over the net.
  4. διαδίκτυο
    He spends hours every day surfing the net.
  5. ένα επίπεδο σχήμα που μπορεί να διπλωθεί σε τρισδιάστατη μορφή
    The class made a net of a cube out of paper.
  6. δίκτυο
    The country's rail net connects all major cities.
  7. καθαρό
    His net was larger than last year.

ρήμα “net”

απαρέμφατο net; αυτός nets; αόριστος netted; μετοχή αορ. netted; μετοχή ενεστ. netting
  1. παγιδεύω με δίχτυ
    They netted several fish in the river.
  2. παγιδεύω (μεταφορικά)
    The police netted the thieves after a long investigation.
  3. καλύπτω με δίχτυ
    The gardeners netted the berry bushes to keep birds away.
  4. σκοράρω
    He netted a brilliant goal from outside the box.
  5. χτυπάω στο φιλέ
    She lost the point by netting her backhand.
  6. καθαρίζω (κέρδος)
    She netted a tidy sum from the sale.

επίθετο “net”

βασική μορφή net, μη βαθμ.
  1. καθαρός
    The net income was lower than expected.

επίρρημα “net”

net
  1. καθαρά
    He earned $5000 net.