ουσιαστικό “net”
ενικός net, πληθυντικός nets ή μη μετρήσιμο
- δίχτυ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fisherman repaired his net before going out to sea.
- τέρμα (στο ποδόσφαιρο ή χόκεϊ)
He kicked the ball into the net to win the game.
- φιλέ
She served the ball over the net.
- διαδίκτυο
He spends hours every day surfing the net.
- ένα επίπεδο σχήμα που μπορεί να διπλωθεί σε τρισδιάστατη μορφή
The class made a net of a cube out of paper.
- δίκτυο
The country's rail net connects all major cities.
- καθαρό
His net was larger than last year.
ρήμα “net”
απαρέμφατο net; αυτός nets; αόριστος netted; μετοχή αορ. netted; μετοχή ενεστ. netting
- παγιδεύω με δίχτυ
They netted several fish in the river.
- παγιδεύω (μεταφορικά)
The police netted the thieves after a long investigation.
- καλύπτω με δίχτυ
The gardeners netted the berry bushes to keep birds away.
- σκοράρω
He netted a brilliant goal from outside the box.
- χτυπάω στο φιλέ
She lost the point by netting her backhand.
- καθαρίζω (κέρδος)
She netted a tidy sum from the sale.
επίθετο “net”
βασική μορφή net, μη βαθμ.
- καθαρός
The net income was lower than expected.
επίρρημα “net”
- καθαρά