ουσιαστικό “loudspeaker”
ενικός loudspeaker, πληθυντικός loudspeakers
- ηχείο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The band set up loudspeakers around the stage to amplify their music for the entire crowd.
- ηχείο ανοιχτής ακρόασης (στα τηλέφωνα)
During the phone call, he turned on the loudspeaker so his team could hear the discussion.