ρήμα “emphasize”
απαρέμφατο emphasize; αυτός emphasizes; αόριστος emphasized; μετοχή αορ. emphasized; μετοχή ενεστ. emphasizing
- τονίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used bold letters to emphasize the important points in her report.