·

supplies (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “supplies”

supplies, μόνο πληθυντικός
  1. εφόδια (υλικά ή αντικείμενα που χρειάζονται για έναν συγκεκριμένο σκοπό ή δραστηριότητα)
    The teacher ordered art supplies for the classroom.