ρήμα “supply”
απαρέμφατο supply; αυτός supplies; αόριστος supplied; μετοχή αορ. supplied; μετοχή ενεστ. supplying
- παρέχω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company supplies fresh vegetables to local stores.
- αντικαθιστώ (για κάποιον)
She is supplying for the regular nurse during her absence.
ουσιαστικό “supply”
ενικός supply, πληθυντικός supplies ή μη μετρήσιμο
- απόθεμα
The hospital has a limited supply of masks.
- παροχή
The supply of electricity was disrupted during the storm.
- αναπληρωτής
He worked as a supply in the school for a year.