·

ruling (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
rule (ρήμα)

επίθετο “ruling”

βασική μορφή ruling, μη βαθμ.
  1. κυρίαρχος
    The ruling party decided to increase taxes.

ουσιαστικό “ruling”

ενικός ruling, πληθυντικός rulings
  1. απόφαση (επίσημη)
    The court's ruling on the case finally brought justice to the family.