·

λ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “λ”

λ, lambda
  1. το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    The letter λ is used for various concepts in science.

σύμβολο “λ”

λ
  1. (στη φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει το μήκος κύματος, την απόσταση μεταξύ διαδοχικών κορυφών ενός κύματος
    The scientist measured the wavelength λ to determine the light's color.
  2. (στα μαθηματικά και την επιστήμη των υπολογιστών) αντιπροσωπεύει μια ανώνυμη συνάρτηση ή αφαίρεση συνάρτησης στον προγραμματισμό.
    The developer used a λ to create a concise function.
  3. (στη γραμμική άλγεβρα) αντιπροσωπεύει μια ιδιοτιμή σε εξισώσεις που περιλαμβάνουν πίνακες
    Finding the λ of the matrix is essential to solve the system.
  4. (στη φυσική) δηλώνει τη γραμμική πυκνότητα, όπως η μάζα ανά μονάδα μήκους
    The engineer calculated the λ of the cable for structural analysis.