ουσιαστικό “taillight”
ενικός taillight, πληθυντικός taillights
- πίσω φως
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As the fog thickened, the driver could barely see the taillights of the car ahead.