ουσιαστικό “enticement”
ενικός enticement, πληθυντικός enticements ή μη μετρήσιμο
- δέλεαρ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The smell of freshly baked cookies was an enticement that lured the children into the kitchen.