ρήμα “lag”
απαρέμφατο lag; αυτός lags; αόριστος lagged; μετοχή αορ. lagged; μετοχή ενεστ. lagging
- καθυστερώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the hike, he began to lag compared to the rest of the group.
- καθυστερώ (στην πληροφορική)
The online game lagged because of the poor internet connection.
- επιβραδύνω
The heavy workload lagged the system's performance.
- μονώνω
They lagged the pipes to keep the house warm during winter.
ουσιαστικό “lag”
ενικός lag, πληθυντικός lags
- καθυστέρηση
There was a noticeable lag between the thunder and lightning.
- καθυστέρηση (στην πληροφορική)
The video call had so much lag that they could barely communicate.
- (αργκό, Ηνωμένο Βασίλειο) φυλακισμένος ή εγκληματίας
The old lag shared stories from his years inside.
- φυλάκιση
He did a ten-year lag for robbery.
- λάγκινγκ (στο σνούκερ)
They settled who would break first by performing a lag.