·

Pacific (EN)
Κύριο Όνομα, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
pacific (επίθετο)

Κύριο Όνομα “Pacific”

Pacific
  1. Ειρηνικός
    She always dreamed of sailing across the Pacific to explore its many islands.

επίθετο “Pacific”

βασική μορφή Pacific, μη βαθμ.
  1. ειρηνικός (σχετικό με τον ωκεανό)
    She always dreamed of visiting the Pacific islands for their stunning beaches and clear waters.