·

sunny (EN)
επίθετο

επίθετο “sunny”

sunny, συγκρ. sunnier, υπερθ. sunniest
  1. ηλιόλουστος
    The picnic was perfect because it was such a sunny day.
  2. ηλιόλουστος (συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένη τοποθεσία)
    We had a picnic in the sunny park.
  3. χαρούμενος
    Her sunny smile brightened the entire room.