επίθετο “sunny”
sunny, συγκρ. sunnier, υπερθ. sunniest
- ηλιόλουστος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The picnic was perfect because it was such a sunny day.
- ηλιόλουστος (συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένη τοποθεσία)
We had a picnic in the sunny park.
- χαρούμενος
Her sunny smile brightened the entire room.