·

mirrored (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
mirror (ρήμα)

επίθετο “mirrored”

βασική μορφή mirrored, μη βαθμ.
  1. καθρεφτένιος
    They installed mirrored tiles in the bathroom to create a feeling of space.
  2. εξοπλισμένος με καθρέφτες
    The mirrored dressing room allowed her to see her outfit from every angle.
  3. αντεστραμμένος (όπως σε καθρέφτη)
    The designer accidentally used a mirrored version of the logo.