·

laundering (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “laundering”

ενικός laundering, μη μετρήσιμο
  1. ξέπλυμα (η πράξη της απόκρυψης παράνομου χρήματος κάνοντάς το να φαίνεται νόμιμο)
    The gang was arrested for laundering millions of dollars through fake businesses.