·

daily (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό

επίθετο “daily”

βασική μορφή daily, μη βαθμ.
  1. καθημερινός
    She follows her daily exercise routine without fail.

επίρρημα “daily”

daily
  1. καθημερινά
    He checks his email daily.

ουσιαστικό “daily”

ενικός daily, πληθυντικός dailies
  1. εφημερίδα που εκδίδεται κάθε μέρα
    He reads the daily to keep up with current events.
  2. (κινηματογράφος) αμοντάριστο υλικό από τα γυρίσματα μιας ημέρας
    The director reviewed the dailies to plan the next scenes.
  3. (παιχνίδια) μια αποστολή σε ένα βιντεοπαιχνίδι που μπορεί να ολοκληρωθεί κάθε μέρα για ανταμοιβές
    Completing dailies is the fastest way to level up in the game.
  4. (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) όχημα που χρησιμοποιείται για καθημερινή οδήγηση.
    He drives his SUV as his daily and keeps the sports car for weekends.
  5. (Ηνωμένο Βασίλειο) ένα άτομο που εργάζεται ως καθαριστής κατά τη διάρκεια της ημέρας
    They hired a daily to help maintain the large house.