επίθετο “daily”
βασική μορφή daily, μη βαθμ.
- καθημερινός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She follows her daily exercise routine without fail.
επίρρημα “daily”
- καθημερινά
He checks his email daily.
ουσιαστικό “daily”
ενικός daily, πληθυντικός dailies
- εφημερίδα που εκδίδεται κάθε μέρα
He reads the daily to keep up with current events.
- (κινηματογράφος) αμοντάριστο υλικό από τα γυρίσματα μιας ημέρας
The director reviewed the dailies to plan the next scenes.
- (παιχνίδια) μια αποστολή σε ένα βιντεοπαιχνίδι που μπορεί να ολοκληρωθεί κάθε μέρα για ανταμοιβές
Completing dailies is the fastest way to level up in the game.
- (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) όχημα που χρησιμοποιείται για καθημερινή οδήγηση.
He drives his SUV as his daily and keeps the sports car for weekends.
- (Ηνωμένο Βασίλειο) ένα άτομο που εργάζεται ως καθαριστής κατά τη διάρκεια της ημέρας
They hired a daily to help maintain the large house.