·

σ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “σ”

σ, sigma
  1. το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, πεζό σίγμα
    In Greek language classes, students learn that σ is the lowercase form of sigma.

σύμβολο “σ”

σ
  1. (μαθηματικά) ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει την τυπική απόκλιση στη στατιστική
    The statistician calculated σ to understand how the data varied from the mean.
  2. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει την ηλεκτρική αγωγιμότητα
    The electrical conductivity σ increases with temperature in this material.
  3. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει την επιφάνεια διατομής
    The scattering cross-section σ is crucial in nuclear physics experiments.