ουσιαστικό “shovel”
ενικός shovel, πληθυντικός shovels
- φτυάρι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the heavy snowfall, Sarah grabbed a shovel to clear the driveway.
- κουτάλα (μηχανήματος)
The bulldozer's shovel scooped up a huge pile of dirt from the construction site.
ρήμα “shovel”
απαρέμφατο shovel; αυτός shovels; αόριστος shoveled, shovelled; μετοχή αορ. shoveled, shovelled; μετοχή ενεστ. shoveling, shovelling
- φτυαρίζω
She shoveled snow off the driveway to clear a path.
- μετακινώ γρήγορα (σαν με φτυάρι)
She quickly shoveled papers into her bag before the meeting started.