ουσιαστικό “grandfather”
ενικός grandfather, πληθυντικός grandfathers
- παππούς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My grandfather taught me how to fish when I was young.
- πρόγονος (αρσενικός)
She discovered that her grandfather seven generations back was a famous explorer.