ουσιαστικό “jaw”
ενικός jaw, πληθυντικός jaws ή μη μετρήσιμο
- γνάθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dentist examined her lower jaw carefully to check for any cavities.
- σαγόνι
When she saw the surprise party her friends had thrown for her, her jaw dropped in disbelief.
- σιαγόνες (σε μεταφορική χρήση, π.χ. σιαγόνες του θανάτου)
The ship narrowly escaped the jaws of the treacherous whirlpool, sailing into calmer waters.
- στόμιο (σε μηχανήματα ή εργαλεία)
He tightened the jaws of the vise to secure the piece of wood for cutting.
ρήμα “jaw”
απαρέμφατο jaw; αυτός jaws; αόριστος jawed; μετοχή αορ. jawed; μετοχή ενεστ. jawing
- κουβεντιάζω
We jawed for hours about our favorite movies and didn't even notice how late it got.