·

jaw (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “jaw”

ενικός jaw, πληθυντικός jaws ή μη μετρήσιμο
  1. γνάθος
    The dentist examined her lower jaw carefully to check for any cavities.
  2. σαγόνι
    When she saw the surprise party her friends had thrown for her, her jaw dropped in disbelief.
  3. σιαγόνες (σε μεταφορική χρήση, π.χ. σιαγόνες του θανάτου)
    The ship narrowly escaped the jaws of the treacherous whirlpool, sailing into calmer waters.
  4. στόμιο (σε μηχανήματα ή εργαλεία)
    He tightened the jaws of the vise to secure the piece of wood for cutting.

ρήμα “jaw”

απαρέμφατο jaw; αυτός jaws; αόριστος jawed; μετοχή αορ. jawed; μετοχή ενεστ. jawing
  1. κουβεντιάζω
    We jawed for hours about our favorite movies and didn't even notice how late it got.