·

ψ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “ψ”

ψ, psi
  1. το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In the Greek word "ψυχή" (psyche), the letter "ψ" is the first character.

σύμβολο “ψ”

ψ
  1. (στην κβαντομηχανική) μια κυματοσυνάρτηση, που αντιπροσωπεύει την κβαντική κατάσταση ενός σωματιδίου
    The Schrödinger equation describes how the wavefunction ψ changes over time.
  2. (στην ψυχολογία) σύμβολο για την ψυχολογία ή τους ψυχολόγους
    She decided to study psychology, often represented by the symbol ψ.
  3. ηλεκτρική ροή
    The electric flux ψ through the surface was calculated using Gauss's law.
  4. (στη φυσική και τη βιοχημεία) δυναμικό νερού, που μετρά την τάση του νερού να μετακινηθεί
    The water potential ψ inside the cell was higher than outside, causing water to flow out.
  5. (στον Χριστιανισμό) συντομογραφία για το Βιβλίο των Ψαλμών
    The choir sang passages from ψ during the church service.
  6. (στην αστρολογία) ένα σύμβολο για τον αστεροειδή Ψυχή
    The astrologer noted the position of ψ in the natal chart.