ρήμα “use”
απαρέμφατο use; αυτός uses; αόριστος used; μετοχή αορ. used; μετοχή ενεστ. using
- χρησιμοποιώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used a hammer to drive the nail into the wall.
- καταναλώνω
She used up all the flour baking cookies for the school event.
- εκμεταλλεύομαι
He felt betrayed when he realized his friend was only using him to get closer to his sister.
- καταναλώνω (συνήθως για ουσίες όπως αλκοόλ ή ναρκωτικά)
- βρίσκω χρήσιμο
After walking for hours, I could really use a hot bath.
ουσιαστικό “use”
ενικός use, πληθυντικός uses ή μη μετρήσιμο
- χρήση
The use of plastic bags has decreased significantly since the introduction of a bag tax.
- κατανάλωση (συνήθως για ουσίες όπως αλκοόλ ή ναρκωτικά)
John's drug use started in college and quickly spiraled out of control.
- ωφέλεια
After hours of trying to fix the old computer, he finally asked himself, "What's the use of keeping this if it never works?"
- λειτουργία
The spare room in our house found its use as a home office during the pandemic.
- ανάγκη χρήσης
Since I've memorized the recipe, I have no use for the cookbook anymore.