·

grate (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “grate”

απαρέμφατο grate; αυτός grates; αόριστος grated; μετοχή αορ. grated; μετοχή ενεστ. grating
  1. τρίβω
    She grated the carrots finely for the salad.
  2. τρίζω
    The old door grated against the floor every time it was opened.
  3. ενοχλώ (στο πλαίσιο του να προκαλώ ενόχληση ή δυσαρέσκεια σε κάποιον)
    His constant humming really grates on me during long car rides.

ουσιαστικό “grate”

ενικός grate, πληθυντικός grates
  1. σχάρα
    Leaves clogged the grate over the storm drain, causing the street to flood.