ρήμα “grate”
απαρέμφατο grate; αυτός grates; αόριστος grated; μετοχή αορ. grated; μετοχή ενεστ. grating
- τρίβω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She grated the carrots finely for the salad.
- τρίζω
The old door grated against the floor every time it was opened.
- ενοχλώ (στο πλαίσιο του να προκαλώ ενόχληση ή δυσαρέσκεια σε κάποιον)
His constant humming really grates on me during long car rides.
ουσιαστικό “grate”
ενικός grate, πληθυντικός grates
- σχάρα
Leaves clogged the grate over the storm drain, causing the street to flood.