·

riches (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “riches”

riches, μόνο πληθυντικός
  1. μεγάλος πλούτος ή πολύτιμα αποκτήματα
    He spent years searching for hidden riches in the mountains.
  2. αφθονία κάποιου επιθυμητού πράγματος
    The festival offers musical riches from various genres.