επίθετο “billed”
βασική μορφή billed, μη βαθμ.
- που έχει ράμφος συγκεκριμένου τύπου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Birdwatchers were excited to spot the long-billed curlew near the shore.