·

shine (EN)
ρήμα, ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “shine”

απαρέμφατο shine; αυτός shines; αόριστος shone; μετοχή αορ. shone; μετοχή ενεστ. shining
  1. λάμπω
    The full moon shone brightly in the night sky.
  2. ξεχωρίζω (λόγω αριστείας ή υπεροχής)
    In the school play, Sarah shone as the lead actress, earning applause from everyone.
  3. στρέφω φως (από συσκευή όπως φακός)
    She shone her flashlight under the bed to find her lost kitten.

ρήμα “shine”

απαρέμφατο shine; αυτός shines; αόριστος shined; μετοχή αορ. shined; μετοχή ενεστ. shining
  1. γυαλίζω
    She spent the afternoon shining her grandmother's silverware until it gleamed.

ουσιαστικό “shine”

ενικός shine, πληθυντικός shines ή μη μετρήσιμο
  1. λάμψη
    The morning sun cast a gentle shine on the dew-covered flowers.
  2. λαμπρότητα (η ποιότητα της αντανάκλασης του φωτός)
    After polishing the old silverware, its shine was so intense it could almost be used as a mirror.