ρήμα “shine”
απαρέμφατο shine; αυτός shines; αόριστος shone; μετοχή αορ. shone; μετοχή ενεστ. shining
- λάμπω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The full moon shone brightly in the night sky.
- ξεχωρίζω (λόγω αριστείας ή υπεροχής)
In the school play, Sarah shone as the lead actress, earning applause from everyone.
- στρέφω φως (από συσκευή όπως φακός)
She shone her flashlight under the bed to find her lost kitten.
ρήμα “shine”
απαρέμφατο shine; αυτός shines; αόριστος shined; μετοχή αορ. shined; μετοχή ενεστ. shining
- γυαλίζω
She spent the afternoon shining her grandmother's silverware until it gleamed.
ουσιαστικό “shine”
ενικός shine, πληθυντικός shines ή μη μετρήσιμο
- λάμψη
The morning sun cast a gentle shine on the dew-covered flowers.
- λαμπρότητα (η ποιότητα της αντανάκλασης του φωτός)
After polishing the old silverware, its shine was so intense it could almost be used as a mirror.