·

trusted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
trust (ρήμα)

επίθετο “trusted”

βασική μορφή trusted (more/most)
  1. αξιόπιστος
    She gave her spare key to her trusted neighbor before leaving on vacation.