ρήμα “greet”
απαρέμφατο greet; αυτός greets; αόριστος greeted; μετοχή αορ. greeted; μετοχή ενεστ. greeting
- χαιρετώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She greeted her old friend with a warm hug.
- αντικρίζω (για πρώτη φορά)
I was greeted by the smell of fresh coffee when I entered the café.
- υποδέχομαι (με συγκεκριμένο τρόπο)
The good news was greeted with suspicion.