ουσιαστικό “title”
ενικός title, πληθυντικός titles
- τίτλος (το όνομα ενός βιβλίου, ταινίας, τραγουδιού ή άλλου έργου τέχνης)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I can't remember the title of the movie we watched last night.
- τίτλος (μια λέξη που δείχνει την ιδιότητα, το επάγγελμα ή τη θέση ενός ατόμου, χρησιμοποιούμενη πριν ή μετά το όνομά του)
She earned the title of "Doctor" after completing medical school.
- τίτλος ιδιοκτησίας
After paying off his mortgage, he finally received the title to his house.
- τίτλος (σε αθλητική διοργάνωση)
The team celebrated after winning the national title for the first time.
- ένα βιβλίο ή έκδοση
The library has over 100,000 titles available for students to borrow.
- τίτλοι αρχής ή τέλους
The movie's opening titles featured stunning animations.
- ενότητα ή διαίρεση ενός νομικού κώδικα ή εγγράφου
The new regulations are listed under Title IX of the education code.
ρήμα “title”
απαρέμφατο title; αυτός titles; αόριστος titled; μετοχή αορ. titled; μετοχή ενεστ. titling
- τιτλοφορώ
The author titled her new novel "A New Beginning" to reflect its hopeful message.