·

coop (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “coop”

ενικός coop, πληθυντικός coops
  1. συνεταιρισμός (συντομογραφία του "συνεταιρισμός", μια οργάνωση που ανήκει και λειτουργεί από τα μέλη της)
    The farmers decided to join a coop to share resources and support each other's businesses.

ουσιαστικό “coop”

ενικός coop, πληθυντικός coops
  1. κοτέτσι
    The farmer built a new coop for his chickens to protect them from foxes.

ρήμα “coop”

απαρέμφατο coop; αυτός coops; αόριστος cooped; μετοχή αορ. cooped; μετοχή ενεστ. cooping
  1. περιορίζω (σε μικρό χώρο)
    They cooped the chickens in the barn during the storm.