ρήμα “attract”
απαρέμφατο attract; αυτός attracts; αόριστος attracted; μετοχή αορ. attracted; μετοχή ενεστ. attracting
- προσελκύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bright lights of the city attracted many visitors every night.
- αισθάνομαι έλξη (προς κάποιον)
She's always been attracted to people with a good sense of humor.
- προκαλώ (να προκαλέσει) ενδιαφέρον ή κριτική
The bright colors of the flowers attracted the interest of many bees.
- ασκώ δύναμη έλξης
The Earth's gravity attracts objects, pulling them towards its surface.
- επιβάλλω (για τέλη)
Canceling your flight last minute attracts a hefty fee.