ρήμα “initiate”
απαρέμφατο initiate; αυτός initiates; αόριστος initiated; μετοχή αορ. initiated; μετοχή ενεστ. initiating
- αρχίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company initiated a new training program for all new employees.
- διδάσκω τα βασικά
The company decided to initiate new employees into the corporate culture with a week-long orientation program.
- εισάγω επίσημα σε μια ομάδα (με μυστικές τελετές)
She was initiated into the ancient society through a secret ceremony in the woods.
ουσιαστικό “initiate”
ενικός initiate, πληθυντικός initiates ή μη μετρήσιμο
- μύστης
After the ceremony, the new initiates were welcomed into the secret society with open arms.