ουσιαστικό “morning”
ενικός morning, πληθυντικός mornings
- πρωί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She enjoys drinking coffee on the porch every morning.
- πρωί (από τα μεσάνυχτα μέχρι το μεσημέρι)
She enjoys a quiet cup of coffee every morning before the day gets busy.
- αρχή
In the morning of her career, she was full of fresh ideas and enthusiasm.
επίφωνο “morning”
- καλημέρα
Morning, everyone! Ready for the meeting?