επίθετο “small”
small, συγκρ. smaller, υπερθ. smallest
- μικρός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The small child clung to his mother's leg on the first day of school.
- μικροπρεπής
After losing the game, the team walked off the field feeling small.
- πεζός (σε γράμματα)
Please make sure to use a small "e" at the beginning of the word.
επίρρημα “small”
- μικροσκοπικά
The note was written so small that I needed a magnifying glass to read it.
- λεπτοκομμένα
She chopped the carrots small to hide them in the meatloaf.
ουσιαστικό “small”
ενικός small, πληθυντικός smalls ή μη μετρήσιμο
- μικρό (μέγεθος)
I'll need a small; the medium is too loose.
- μικρό (αντικείμενο)
Buying fries: "Two smalls, please."
- μικρόσωμος (άτομο)
My sister is a small and always struggles to find clothes that fit properly.