·

corp (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “corp”

ενικός corp, πληθυντικός corps ή μη μετρήσιμο
  1. εταιρεία
    She landed a job at a large corp known for its innovative technology.
  2. λοχίας (στο στρατιωτικό πλαίσιο)
    The corp saluted his commanding officer with respect.
  3. σώμα (στο πλαίσιο συλλογής κειμένων, νόμων ή άλλων υλικών)
    The linguist studied various corps to understand the evolution of language.