·

agreed (EN)
επίθετο, επίφωνο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
agree (ρήμα)

επίθετο “agreed”

βασική μορφή agreed (more/most)
  1. σε συμφωνία· μοιράζοντας την ίδια άποψη
    We are all agreed that this is the best solution.

επίφωνο “agreed”

agreed
  1. χρησιμοποιείται για να εκφράσει συμφωνία
    "Let's meet at the café at 3 PM." "Agreed!"