·

secured (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
secure (ρήμα)

επίθετο “secured”

βασική μορφή secured (more/most)
  1. ασφαλής
    The secured facility requires special clearance for entry.
  2. εξασφαλισμένος (με εγγύηση)
    They approved a secured loan using his property as collateral.