·

suffering (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
suffer (ρήμα)

ουσιαστικό “suffering”

ενικός suffering, μη μετρήσιμο
  1. πόνος
    The dog's suffering was evident from its sad eyes and limp.