·

construction (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “construction”

ενικός construction, πληθυντικός constructions ή μη μετρήσιμο
  1. κατασκευή
    The construction of the new hospital will take two years.
  2. οικοδομική (βιομηχανία)
    He works in construction and specializes in designing bridges.
  3. οικοδόμημα
    The skyscraper is an impressive construction made of glass and steel.
  4. δομή
    The construction of this chair makes it comfortable to sit on.
  5. σύνταξη
    The sentence uses a complex grammatical construction.
  6. γεωμετρική κατασκευή
    In geometry class, we learned the construction of a perpendicular bisector.
  7. ερμηνεία (η ερμηνεία ή εξήγηση ενός κειμένου, μιας πράξης ή μιας δήλωσης)
    She put a positive construction on his words and believed he was sincere.