ρήμα “suffer”
απαρέμφατο suffer; αυτός suffers; αόριστος suffered; μετοχή αορ. suffered; μετοχή ενεστ. suffering
- υποφέρω (από δύσκολες ή προκλητικές καταστάσεις)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the long winter, the villagers suffered without enough food or heat.
- πονάω
She suffered greatly after breaking her leg.
- επιδεινώνομαι
If you don't get enough sleep, your health will suffer.
- ανέχομαι
She suffered many hardships during the long journey.