·

fill (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “fill”

απαρέμφατο fill; αυτός fills; αόριστος filled; μετοχή αορ. filled; μετοχή ενεστ. filling
  1. γεμίζω
    The aroma of freshly baked cookies filled the entire house.
  2. γεμίζω (ένα δοχείο ή χώρο)
    She filled her glass with water to the brim.
  3. γεμίζω (κάτι από το εσωτερικό του)
    The crowd filled the theater.
  4. γεμίζομαι
    As the faucet ran, the glass slowly filled with water.
  5. πλημμυρίζω (από συναίσθημα ή ποιότητα)
    As she listened to the beautiful melody, her soul filled with peace.
  6. ικανοποιώ (μια ανάγκη ή απαίτηση)
    The restaurant quickly filled the customer's request for extra napkins.
  7. διορίζω (σε θέση εργασίας)
    After a thorough search, the company finally filled the role of Chief Financial Officer with an experienced candidate from within the industry.
  8. σφραγίζω (ένα δόντι)
    The dentist filled the hole in my molar to stop the decay.

ουσιαστικό “fill”

ενικός fill, πληθυντικός fills ή μη μετρήσιμο
  1. πληρότητα (ποσότητα που έχει ληφθεί ή βιωθεί)
    After three slices of cake, she pushed her plate away, declaring she'd had her fill of dessert.
  2. χωρητικότητα (ποσότητα που χωράει σε ένα δοχείο)
    After drinking her coffee, she handed the barista her cup for a fresh fill.
  3. γέμισμα (διαδικασία για δοχείο ή χώρο)
    The gas station attendant performed ten fills during his first hour on the job.
  4. γεμιστικό υλικό (στην κατασκευή και οικοδομή)
    They used gravel as fill to level the ground before laying the new patio.
  5. μουσικό ενδιάμεσο (για γέμισμα κενών σε τραγούδι)
    During the guitar solo, the drummer played a quick fill to maintain the song's energy.