ρήμα “surpass”
απαρέμφατο surpass; αυτός surpasses; αόριστος surpassed; μετοχή αορ. surpassed; μετοχή ενεστ. surpassing
- ξεπερνώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The athlete surpassed the world record with her incredible high jump.