·

surpass (EN)
ρήμα

ρήμα “surpass”

απαρέμφατο surpass; αυτός surpasses; αόριστος surpassed; μετοχή αορ. surpassed; μετοχή ενεστ. surpassing
  1. ξεπερνώ
    The athlete surpassed the world record with her incredible high jump.