επίθετο “heavy-duty”
βασική μορφή heavy-duty (more/most)
- βαρέως τύπου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The workers wore heavy-duty boots to protect their feet on the construction site.
- πολύ σοβαρός (σε ένταση ή ακραίος)
The movie dealt with some heavy-duty topics like war and loss.