ρήμα “include”
απαρέμφατο include; αυτός includes; αόριστος included; μετοχή αορ. included; μετοχή ενεστ. including
- περιλαμβάνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The recipe includes three cups of flour and one cup of sugar.
- συμπεριλαμβάνω
You should include some free time in your holiday itinerary.
ουσιαστικό “include”
ενικός include, πληθυντικός includes ή μη μετρήσιμο
- συμπερίληψη (στο πλαίσιο του προγραμματισμού, για περιεχόμενο ή κώδικα που εισάγεται σε άλλο στοιχείο από ξεχωριστή πηγή)
To display the header on every page, the programmer used an include statement to pull in the HTML code from a separate file.