·

include (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “include”

απαρέμφατο include; αυτός includes; αόριστος included; μετοχή αορ. included; μετοχή ενεστ. including
  1. περιλαμβάνω
    The recipe includes three cups of flour and one cup of sugar.
  2. συμπεριλαμβάνω
    You should include some free time in your holiday itinerary.

ουσιαστικό “include”

ενικός include, πληθυντικός includes ή μη μετρήσιμο
  1. συμπερίληψη (στο πλαίσιο του προγραμματισμού, για περιεχόμενο ή κώδικα που εισάγεται σε άλλο στοιχείο από ξεχωριστή πηγή)
    To display the header on every page, the programmer used an include statement to pull in the HTML code from a separate file.