επίθετο “tricky”
tricky, συγκρ. trickier, υπερθ. trickiest
- περίπλοκος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Solving the puzzle was trickier than he initially thought.
- παραπλανητικός
The magician was so tricky that he made the audience believe he had vanished into thin air.