επίθετο “old”
old, συγκρ. older, υπερθ. oldest
- παλιός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The old oak tree in the park must be hundreds of years old.
- ηλικιωμένος
My grandfather is eighty years old and still goes for a walk every morning.
- πρώην
I bumped into my old teacher at the grocery store.
- καταργημένος
The old mill by the river has been demolished.
- παλιωμένος (στην έννοια του κουραστικού λόγω υπερχρήσης)
That old joke doesn't make me laugh anymore.
- ξεθωριασμένος
She decorated the room with an old rose color to give it a vintage feel.
- χρησιμοποιείται για να τονίσει ένα άλλο επίθετο
We had a good old time at the beach yesterday.
- χρησιμοποιείται για να εκφράσει μακροχρόνια εξοικείωση με ένα άτομο
Old Mike from next door always has the best stories to tell.