·

helping (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
help (ρήμα)

ουσιαστικό “helping”

ενικός helping, πληθυντικός helpings
  1. μερίδα
    At dinner, he asked for another helping of mashed potatoes, unable to resist their creamy texture.