·

harsh (EN)
επίθετο

επίθετο “harsh”

βασική μορφή harsh, harsher, harshest (ή more/most)
  1. τραχύς
    The harsh wind cut through their thin jackets.
  2. σκληρός (αυστηρός, απάνθρωπος)
    The critics gave the movie harsh reviews.