ρήμα “equate”
απαρέμφατο equate; αυτός equates; αόριστος equated; μετοχή αορ. equated; μετοχή ενεστ. equating
- εξισώνω (θεωρώ κάτι ίσο με κάτι άλλο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many people equate wealth with happiness.
- ισοδυναμώ
For many people, happiness equates to spending time with loved ones.