·

equate (EN)
ρήμα

ρήμα “equate”

απαρέμφατο equate; αυτός equates; αόριστος equated; μετοχή αορ. equated; μετοχή ενεστ. equating
  1. εξισώνω (θεωρώ κάτι ίσο με κάτι άλλο)
    Many people equate wealth with happiness.
  2. ισοδυναμώ
    For many people, happiness equates to spending time with loved ones.