ρήμα “hope”
απαρέμφατο hope; αυτός hopes; αόριστος hoped; μετοχή αορ. hoped; μετοχή ενεστ. hoping
- ελπίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I hope you feel better soon after taking the medicine.
ουσιαστικό “hope”
ενικός hope, πληθυντικός hopes ή μη μετρήσιμο
- ελπίδα
His hope for a peaceful resolution kept him going through tough negotiations.
- ευχή (συγκεκριμένη επιθυμία ή ευχή)
Winning the lottery is a distant hope for many people.
- ελπίδα (πρόσωπο ή πράγμα που μπορεί να βοηθήσει)
The young scientist is considered the hope of the research team for her innovative ideas.
ουσιαστικό “hope”
ενικός hope, πληθυντικός hopes
- λόφος (συγκεκριμένος τύπος γης)
The hikers rested in the hope, enjoying the view between the towering peaks.