·

hope (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, ουσιαστικό

ρήμα “hope”

απαρέμφατο hope; αυτός hopes; αόριστος hoped; μετοχή αορ. hoped; μετοχή ενεστ. hoping
  1. ελπίζω
    I hope you feel better soon after taking the medicine.

ουσιαστικό “hope”

ενικός hope, πληθυντικός hopes ή μη μετρήσιμο
  1. ελπίδα
    His hope for a peaceful resolution kept him going through tough negotiations.
  2. ευχή (συγκεκριμένη επιθυμία ή ευχή)
    Winning the lottery is a distant hope for many people.
  3. ελπίδα (πρόσωπο ή πράγμα που μπορεί να βοηθήσει)
    The young scientist is considered the hope of the research team for her innovative ideas.

ουσιαστικό “hope”

ενικός hope, πληθυντικός hopes
  1. λόφος (συγκεκριμένος τύπος γης)
    The hikers rested in the hope, enjoying the view between the towering peaks.