ουσιαστικό “marker”
ενικός marker, πληθυντικός markers
- μαρκαδόρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She drew a poster using colorful markers.
- δείκτης
They placed markers along the path to guide the hikers.
- δείκτης (ένδειξη κατάστασης ή επιπέδου)
The GDP is a common marker of a country's economic health.
- δείκτης (βιολογικός)
The researchers used a genetic marker to track the spread of the disease.
- (γλωσσολογία) μια λέξη ή μορφήμα που δηλώνει μια γραμματική λειτουργία
In the word "talked," the "-ed" is a past tense marker.
- βαθμολογητής
The markers are working hard to grade all the exam papers before the deadline.
- αμυντικός (παίκτης που μαρκάρει αντίπαλο)
The defender acted as the marker for the opponent's star throughout the game.