·

marker (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “marker”

ενικός marker, πληθυντικός markers
  1. μαρκαδόρος
    She drew a poster using colorful markers.
  2. δείκτης
    They placed markers along the path to guide the hikers.
  3. δείκτης (ένδειξη κατάστασης ή επιπέδου)
    The GDP is a common marker of a country's economic health.
  4. δείκτης (βιολογικός)
    The researchers used a genetic marker to track the spread of the disease.
  5. (γλωσσολογία) μια λέξη ή μορφήμα που δηλώνει μια γραμματική λειτουργία
    In the word "talked," the "-ed" is a past tense marker.
  6. βαθμολογητής
    The markers are working hard to grade all the exam papers before the deadline.
  7. αμυντικός (παίκτης που μαρκάρει αντίπαλο)
    The defender acted as the marker for the opponent's star throughout the game.